scallops$516031$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

scallops$516031$ - translation to ελληνικό

CANTONESE DRIED SCALLOP
Dried scallop; Dried scallops
  • Scallops for sale at a market.

scallops      
n. φεστόνι

Ορισμός

scallop
['sk?l?p, 'skal?p]
¦ noun
1. an edible bivalve mollusc with a ribbed fan-shaped shell, which swims by rapidly opening and closing the shell valves. [Chlamys, Pecten, and other genera.]
a scallop shell or similarly shaped dish used for baking or serving food.
2. each of a series of convex rounded projections forming an ornamental edging in material, knitting, etc.
3. another term for escalope.
¦ verb (scallops, scalloping, scalloped)
1. [usu. as adjective scalloped] ornament with scallops.
shape in the form of a scallop shell.
2. [usu. as noun scalloping] N. Amer. gather or dredge for scallops.
3. bake with milk or a sauce.
Derivatives
scalloper noun
Origin
ME: shortening of OFr. escalope, prob. of Gmc origin.

Βικιπαίδεια

Conpoy

Conpoy or dried scallop is a type of Cantonese dried seafood product that is made from the adductor muscle of scallops. The smell of conpoy is marine, pungent, and reminiscent of certain salt-cured meats. Its taste is rich in umami due to its high content of various free amino acids, such as glycine, alanine, and glutamic acid. It is also rich in nucleic acids such as inosinic acid, amino acid byproducts such as taurine, and minerals, such as calcium and zinc.

Conpoy is produced by cooking raw scallops and then drying them.